ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΟΥ
Το άρθρο 21 ορίζει ρήτα ότι το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και λαμβάνει ειδικά μέτρα για την προστασία της αναπηρίας (είτε αύτη είναι πνευματική είτε σωματική είτε αισθητηριακή). Κατά συνέπεια, η Πολιτεία οφέιλει, με την λήψη συγκεκριμένων νομοθετικών, θεσμικών και διοικητικών μέτρων, να εκδηλώνει έμπρακτα το ενδιαφέρον της για τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Σύμφωνα με το άρθρο 26, τα ανθρώπινα δικαίωματα των κωφών και βαρυκόων ατόμων, ως μελών του κοινωνικού συνόλου, τελούν, όπως και όλων των άλλων πολιτών, υπό την εγγύηση του Κράτους και τα όργανά του υποχρεούνται να διασφαλίζουν την άσκησή τους χώρις εμπόδια. Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων όλων των πολίτων (άρα και των αναπήρων οποιασδήποτε κατηγορίας) από το Κράτος αποβλέπει στην πραγματοποίηση της κοινωνικής προόδου με ελευθερία και δικαιοσύνη. Τέλος το Κράτος έχει το δικαίωμα να αξίωνει από όλους τους πολίτες να εκπληρώνουν το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ Ε.Ε.
Συμφώνα με το άρθρο 26 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, κάθε ανάπηρο άτομο (άρα και κάθε κωφό ή βαρήκοο άτομο), ανεξάρτητα από την προέλευση και τη φύση της αναπηρίας του, πρέπει να απολαμβάνει συγκεκριμένων πρόσθετων ευεργετημάτων με σκόπο να ευνοηθεί η επαγγελματική και κοινωνική του ένταξη. Τα ευεργετήματα αυτά πρέπει να αφορούν, ανάλογα με τις δυνατότητες των ενδιεφερομένων, την επαγγελματική κατάρτιση, την εργονομία, τη δυνατότητα πρόσβασης, την κινητικότητα, τα μεταφορικά μέσα και την κατοικία.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ Α.Μ.Ε.Α. ΑΠΟ ΤΟΝ Ο.Η.Ε.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) έχει ανάγνωρίσει τα θεμελιώδη δικαιώματα των ΑΜΕΑ με δύο αποφάσεις / διακηρύξεις της Γενικής του Συνέλευσης: α) την 2856/20-12-71, που αναφέρεται ειδικά στα δικαιώματα των πνευματικά καθυστερημένων παιδιών, και β) την 3447/9-12-75, που αναφέρεται γενικά στα δικαιώματα των αναπήρων ατόμων. Παραθέτουμε ενδεικτικά μερικά αποσπάσματα απότην διακήρυξη αυτή, που έχουν, κατά τη γνώμη μας, ιδιαίτερη σημασία για τα ΑΜΕΑ και χαρακτηρίζουν το πνεύμα και τους σκοπούς της διακήρυξης: • Τα ανάπηρα άτομα έχουν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα όπως οι άλλοι άνθρωποι. • Τα ανάπηρα άτομα έχουν δικαίωμα για ιατρική, ψυχολογική και λειτουργική μεταχείρηση. • Τα ανάπηρα άτομα έχουν δικαίωμα για οικονομίκη και κοινώνικη ασφάλιση και για ένα καθώς πρέπει επίπεδο ζώης. • Τα ανάπηρα άτομα έχουν δικαίωμα οι ειδικές ανάγκες τους να λαμβάνονται υπόψη σε όλα τα επίπεδα του οικονομικού και κοινωνικού σχεδιασμού. • Τα ανάπηρα άτομα έχουν το δικαίωμα να ζούν με τις οικογένειές τους ή με τους θετούς γονείς τους και να λαμβάνουν μέρος σε όλες τις κοινωνικές, δημιουργικές ή ψυχαγωγικές δραστηριότητες. • Κανένα ανάπηρο άτομα δεν θα υπόκειται, όσον αφορά την κατοικία του, σε διαφορετική μεταχείριση, άλλη από εκείνη που απαιτείται από την κατάσταση του ή από τη βελτίωση της. Έαν η παραμονή ενός αναπήρου σε ένα ειδικό ίδρυμα είναι απαραίτητη, το περιβάλλον και οι συνθήκες ζωής σ’αυτό θα είναι όσο το δυνατό πλησιέστερες με έκεινες της κανοκικής ζωής ενός συνομηλίκου του.
ΑΣΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Α. Περιορισμός των αστικών δικαιωμάτων των κωφών (Άρθρα Αστίκου Κώδικα 128-133, 1686, 1688, 1689, 1705-1709, άρθρο 19 Ν.1329/83) Τα κωφά και βαρύκοα άτομα έχουν και μπορούν να ασκήσουν όλα τα αστικά δικαιώματα που απολαμβάνουν όλα τα άλλα άτομα που είναι ικανά για δικαιοπραξία (δήλωση βουλήσεως προσώπου με σκοπό τη δημιουργία ηθελημένων εννόμων αποτελεσμάτων), με εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες που, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, είναι ανίκανα για δικαιοπαξία διότι βρίσκονται υπό δικαστικά ή νόμιμη απαγόρευση. Υπό δικαστική απαγόρευση τίθεται όποιος, ένεκα σωματικής αναπηρίας, κυρίως δε επειδή είναι εκ γενετής κωφός ή τυφλός ή άλαλος, αδύνατει να φροντίσει τον εαυτό του ή την περιούσια του. Η απαγόρευση κηρύσσεται με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου έπειτα από αίτηση οιουσδήποτε συγγενούς, του συζύγου εκείνου που πάσχει, του επιτρόπου ή κηδεμόνα αυτού ή του εισαγγελέα. Η αίτηση για την απαγόρευση πρέπει να συνοδεύεται με γνωμοδότηση του συγγενικού συμβουλίου. Το συγγενικό συμβούλιο συγκροτείται στον τόπο που έχει την κατοικία του ο ανάπηρος και αποτελείται από τον ειρηνοδίκη πρόεδρο και τους έξι πλησιέστερους συγγενείς του αναπήρου, που λαμβάνονται σε ίσο αριθμό από πατρική και τη μητρική γραμμή. Υπό δικαστική αντίληψη τίθεται όποιος ένεκα σωματικής αναπηρίας, ιδίως επειδή είναι κωφός ή τυφλός ή άλαλος, βρίσκεται σε μερική αδυναμία να φροντίσει τον εαυτό του και τις υποθέσεις του. Για την αίτηση υπαγωγής σε δικαστική αντίληψη και τη διαδικασία αυτής εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη δικαστική απαγόρευση. Οι πράξεις εκείνου που βρίσκεται υπό δικαστική αντίληψη για τις οποίες ο νόμος απαιτεί τη συναίνεση του αντιλήπτορα (το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη φροντίδα ) είναι άκυρες εφόσον έγιναν χωρίς αυτήν, όπως π.χ. να παραστεί σε δικαστήριο, να ένεργει εισπράξεις ή να εξοφλεί, να δανείζεται, να εκποιεί ακίνητη περιουσία κλπ. Επίσης, όποιος κωφός τελεί υπό απαγόρευση ή δικαστική αντίληψη δεν μπόρει να γίνει μέλος αγροτικού συνεταιρισμού.
Β. Κληρονομικό Δίκαιο [Α.Κ. άρθρα 1719 (άρθρο 23 Ν. 1329/83), 1735, 1736, 1745] Όσοι κωφοί τελούν υπό δικαστική αντίληψη δεν μπορούν να συντάξουν ιδιόγραφη διαθήκη. Κατά τη σύνταξη δημόσιας διαθήκης – δηλαδή διαθήκης που συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου με παρουσία μαρτύρων – εάν ο διαθέτης (το άτομο που αφήνει την περιουσία του μετά το θάνατό του σε άλλο πρόσωπο) δηλώσει ότι είναι κωφός και δεν μπορεί να διαβάσει χειρογραμμένα έγραφα, η διαθήκη συντάσσεται ενώπιον πέντε μαρτύρων ή δευτέρου συμβολαιογράφου και τριών μαρτύρων. Εάν όμως ο διαθέτης, κατά τη γνώμη του συμβολαιογράφου, είναι άλαλος ή κωφάλαλος ή κωλύεται να μιλά κατ’ άλλον τρόπο, μπόρει να συντάξει μόνο μυστική διαθήκη, να παραδώσει δηλαδή έγγραφο σε συμβολαιογράφο με παρουσία τριών μαρτύρων ή δευτέρου συμβολαιογράφου και ενός μάρτυρα δηλώνοντας ότι τούτο περιέχει τη διαθήκη του.
ΕΙΔΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΩΦΑΛΑΛΩΝ
Α. Ποινικός Κώδικας (άρθρα 33, 38 & 83) Ο Ελληνικός Ποινικός Κώδικας προβλέπει ειδική ποινική μεταχείριση τνω κωφαλάλων εγκληματιών, διότι πιστεύει ότι είναι άτομα ελαττωμένου καταλογισμού (απόδοση ευθύνης για διάπραξη ποινικού αδικήματος). Έτσι το άρθρο 33 ορίζει ότι η ποινική πράξη που τελεί κάποιος κωφάλαλος δεν καταλογίζεται σ’αυτόν ( δεν του αποδίδονται ευθύνες) εάν κριθεί ότι δεν είχε την πνευματική ικανότητα που απαιτείται για να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του γι’άυτο Εάν δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμόγης των ανωτέρω διατάξεων, ο κωφάλαλος εγκληματίας τιμωρείται με ελαττωμένη ποινή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83 του ποινικού κώδικα. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 του Π.Κ., εάν ο κωφάλαλος εγκληματίας, που έχει ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό της πράξης του, κριθεί επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια και το ποινικό αδίκημα που διέπραξε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα που απειλείται από το νόμο με ποινή στερητική της ελευθεριάς του ανώτερης των έξι μηνών, το δικαστήριο τον καταδικάζει σε περιορισμό εντός ψυχιατρικού καταστήματος ή παραρτήματος φυλακής.
Β. Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 227) Μάρτυρες κωφοί και άλαλοι Η εξέταση ώς μάρτυρα ή κατηγορούμενο ενός προσώπου που είναι κωφό, άλαλο ή κωφάλαλο γίνεται ώς έξης: Όλες οι ερωτήσεις και οι τυχόν παρατηρήσεις καταγράφονται από το γραμματέα της ανάκρισης του δικαστηρίου, οι δε απαντήσεις δίδονται προφορικά. Στον άλαλο, οι ερωτήσεις και παρατηρήσεις γίνονται προφορικά, αυτός δε απαντά γραπτά. Στον κωφάλαλο, οι ερωτήσεις και παρατηρήσεις δίδονται εγγράφως και αυτός απαντά εγγράφως. Εάν ο κωφός ή άλαλος ή κωφάλαλος είναι άπειρος να διαβάζει ή να γράφει, ο ανακρίνων ή ο διευθύνων τη συζήτηση διορίζει έναν ή δύο διερμηνείς, που επιλέγονται κατά προτίμηση μεταξύ εκείνων που έχουν την ικανότητα να συνεννοούνται με αυτόν. Στο ακροατήριο, οι γραπτές απαντήσεις του άλαλου ή κωφάλαλου, αφού μόνο γραφούν από τον πρόεδρο και τον γραμματέα, αντιγράφονται στα πρακτικά και επισυνάπτονται στη δικογραφία.